-όεις

-όεις
-όεσσα, -όεν (Α -όεις, -όεσσα, -όεν)
παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η -εις, -εσσα, -εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα -Fεντ- (< IE *-went-, πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. -vant-: rupa-vant- «όμορφος» < rupa «μορφή, ομορφιά»). Ο συνδυασμός τής κατάλ. -εις με φωνηεντόληκτα θέματα σε -n-και σε -ο- οδήγησε στον σχηματισμό τών κατάλ. -ήεις / -ᾱεις (πρβλ. τέχνη > τεχνήεις) και -όεις (πρβλ. ὄφις > οφι-όεις), που επεκτάθηκαν και σε συμφωνόληκτα θέματα (πρβλ. αίμα, -ατος > αιματ-όεις, κλίμαξ, -ακος > κλιμακ-όεις), καθώς και σε φωνηεντόληκτα θέματα με φωνήεν διαφορετικό τού -ο- (πρβλ. ιχθύς > ιχθυ-όεις, μήτις > μητι-όεις). Η κατάλ. -ιεις απαντά σε ένα μόνο επίθ., το χαρ-ίεις < χάρις, ενώ η κατάλ. -ώεις στο ευρ-ώεις < ευρώς. Η βασική σημ. που προσδίδει η κατάλ. -όεις / -ήεις στα παράγωγα είναι αυτή τής «κτήσης» (πρβλ. πτερ-όεις «αυτός που έχει φτερά, ο φτερωτός») και μάλιστα τής πλουσιοπάροχης κτήσης (πρβλ. αστερ-όεις «γεμάτος αστέρια», αμπελ-όεις «πλούσιος σε αμπέλια»). Η σημ. τής «κτήσης» εύκολα εξελίχθηκε στη σημ. τού «ανήκω στην κατηγορία τού...» ή «μοιάζω με...» (πρβλ. κυκλ-όεις «κυκλικός, αυτός που μοιάζει με κύκλο»). Όταν το πρωτόθετο όνομα είναι επίθ., το παράγωγο δεν διαφέρει ως προς τη σημ. από το πρωτόθετο (πρβλ. οξυ-όεις «οξύς»), ενώ όταν το πρωτόθετο ανάγεται σε ρηματ. θέμα, το παράγωγο ισοδυναμεί σημασιολογικά με τη μτχ. τού ρήματος (πρβλ. φων-ήεις «αυτός που έχει φωνή, ο ομιλών»). Τα παράγωγα σε -όεις / -ήεις σημείωσαν μεγάλη επίδοση στον Όμηρο και στους μεταγενέστερους ποιητές, που σχημάτιζαν επίθ. σε -όεις κατά τα ομηρικά πρότυπα. Στην αττική πρόζα, αντίθετα, δεν χρησιμοποιούνται επίθ. σε -όεις / -ήεις, εκτός από τα χαρίεις και φωνήεις. Στην καθημερινή γλώσσα όμως και συγκεκριμένα στην αττική διάλεκτο επέζησε η συνηρημένη μορφή -οῡς και -οῡττα (-οῡσσα) τής κατάλ. -όεις, -όεσσα σε: α) ονόματα πόλεων (πρβλ. Σελινοῡς, Οἰνοῡς)
β) σε ονόματα νησιών (πρβλ. Σκοτοῡσσα, Πιθηκοῡσσαι)
γ) σε ονόματα γλυκών (πρβλ. πλακοῡς, μελιτοῡττα) και δ) σε ονόματα φυτών (πρβλ. οφιοῡσσα).Παραδείγματα επιθ. σε -ήεις: αρχ. αιχμήεις, ακανθήεις, αλκήεις, ανθήεις, απεχθήεις, αραχνήεις, αυγήεις, αχθήεις, βομβήεις, βρωμήεις, γαλαξήεις, γεννήεις, δαφνήεις, δειπνήεις, δενδρήεις, εδρήεις, ζημήεις, ηχήεις, θαρσήεις, θουρήεις, θυελλήεις, θυήεις, κυδήεις, κωπήεις, λαχνήεις, λυήεις, λυσσήεις, λωβήεις, μελισσήεις, μεσήεις, μορφήεις, μοχθήεις, νικήεις, οδμήεις, οιστρήεις, ολβήεις, ολισθήεις, ολκήεις, ομιχλήεις, ονειρήεις, οπλήεις, ουδήεις, παχνήεις, πετρήεις, πευκήεις, σιδηρήεις, στιβήεις, τειχήεις, τελήεις, τευχήεις, τεχνήεις, τιμήεις, τολμήεις, τραπεζήεις, υψήεις, φθογγήεις, φωνήεις, χαιτήεις, χρυσήεις.Παραδείγματα επίθ. σε -όεις: αστερόεις
αρχ.
αγγελόεις, αγριόεις, αιματόεις, αμπελόεις, αμυγδαλόεις, αργιλόεις, αργυρόεις, αρματόεις, ασπιδόεις, αυλακόεις, αφριόεις, βατόεις, βλαβόεις, γλυκόεις, γραμματόεις, δαιδαλόεις, δακρυόεις, δολιχόεις, δολόεις, δροσόεις, ερπετόεις, ερωτόεις, ζυγόεις, θανατόεις, θαυματόεις, θυϊόεις, θυμόεις, θυσανόεις, ιχυόεις, καιρόεις, καλαμόεις, καμπυλόεις, καρτερόεις, κληματόεις, κλιμακόεις, κρινόεις, κροκόεις, κυκλόεις, κυματόεις, λαλόεις, λαμπαδόεις, λοφόεις, λυρόεις, λωτόεις, μαρμαρόεις, μελανόεις, μελιτόεις, μητιόεις, μηχανόεις, μυελόεις, ναυσιόεις, ξενόεις, οκριόεις, οκρυόεις, ομφαλόεις, οξυόεις, οστρακόεις, ουρανόεις, οφιόεις, οφρυόεις, παιδόεις, πεδόεις, περιστερόεις, πιδακόεις, πλακόεις, πνιγόεις, πονόεις, πορφυρόεις, πρασόεις, πτερόεις, πυρόεις, ροδόεις, σειριόεις, σιγαλόεις, σιδηρόεις, σκιόεις, σκορπιόεις, σκοτόεις, τειχιόεις, τιμόεις, τροφόεις, τροχόεις, τυμπανόεις, τυρόεις, υδατόεις, υδρόεις, υετόεις, φαρμακόεις, φλεγματόεις, φλογόεις, φοινικόεις, χαριτόεις, χιονόεις, χολόεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὄεις — ὄις sheep masc/fem nom/voc pl (attic epic) ὄις sheep masc/fem nom/acc pl (attic) ὄις sheep masc/fem acc pl (attic) ὄις sheep masc/fem nom pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατόεις — θανατόεις, εσσα, εν (Α) ο θανάσιμος («θανατόεντα ἁμαρτήματα», Σοφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα –όεις (πρβλ. βρυ όεις, δρυ όεις, ζακρυ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • θρυόεις — θρυόεις, εσσα, εν (Α) (για τόπο) αυτός που είναι γεμάτος βούρλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + επίθημα όεις (πρβλ. αστερ όεις, δακρυ όεις, οθρυ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • ζαλόεις — ζαλόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος σάλο, τρικυμιώδης, θυελλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + κατάλ. οεις (πρβλ. αστερ όεις, κυματ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • ηερόεις — ἠερόεις, εσσα, εν (Α) (επικ. και ιων. τ. τού άχρ. ἀερόεις) 1. νεφελώδης, σκοτεινός, ζοφερός («ἠερόεις Τάρταρος», Ομ. Ιλ.) 2. (για ασθενή) ωχρός, πελιδνός («χροιήν ἠερόεσσαν», Νίκ.) 3. (επίθ. για τον όναγρο) ταχύς 4. φρ. «ἠερόεντα κέλευθα» η… …   Dictionary of Greek

  • θαυματόεις — θαυματόεις, εσσα, εν (Α) θαυμαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, ατος + κατάλ. –όεις (πρβλ. αιματ όεις, κυματ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • θυμόεις — θυμόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος θύμο, γεμάτος θυμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + κατάλ. όεις, πρβλ. αστερ όεις, κυματ όεις] …   Dictionary of Greek

  • θυσανόεις — και για μετρ. λόγ. θυσσανόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, κροσσωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. όεις (πρβλ. αιματ όεις, αστερ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • ιλυόεις — ἰλυόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + κατάλ. οεις (πρβλ. αλγιν όεις, διακρυ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • ιμερόεις — ἱμερόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που διεγείρει πόθο, επιθυμία, ο θελκτικός (α. «ἱμερόεντα ἔργα γάμοιο», Ομ. Ιλ. β. «χροὸς ἱμερόεντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἱμερόεσσαν ἀοιδήν», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ἱμερόεις γόος» η ανάγκη να ξεσπάσει κάποιος σε κλάμα και θρήνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”